- σαυροειδές
- σαυροειδήςlike a lizardmasc/fem voc sgσαυροειδήςlike a lizardneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHAMAELEON — I. CHAMAELEON commentarios libros in vatios Poetas edidit, nimirum eum εν τῷ περὶ Α᾿νακρέοντος citat Athenaeus, l. 12. Item, l. 13. περὶ Σαπφοῦς, et περὶ Σιμωνίδος. Ad haec περὶ Θεςπίδος Michael Apostolius, proverbiô, οὐδὲν πρὸς Διόνυσον. Idem… … Hofmann J. Lexicon universale
βασιλίσκος — (basiliscus). Ερπετό της οικογένειας των ιγουανιδών, της τάξης των λεπιδωτών, διαδεδομένο στην Κεντρική Αμερική, από τον Παναμά μέχρι το νότιο Μεξικό. Σαυροειδές με ατρακτοειδές σώμα, έχει συνολικό μήκος 70 80 εκ., από τα οποία περίπου τα 2/3… … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να … Dictionary of Greek
σαυροειδής — ές, ΝΑ ο όμοιος με σαύρα («ὁ δὲ χαμαιλέων ὅλον μὲν τοῡ σώματος ἔχει τὸ σχῆμα σαυροειδές», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σαυροειδή ζωολ. υπόταξη λεπιδωτών ερπετών, τα σαυρόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + ειδής*. Ο τ. με τη νεοελλ … Dictionary of Greek
σκίγκος — (scincus). Φολιδωτό ερπετό της οικογένειας των Σκιγκιδών, της υπόταξης των σαυροειδών. Ζει στις ερημικές ζώνες της νοτιοδυτικής Ασίας και της Β. Αφρικής. Στο γένος χαλκίδης της ίδιας οικογένειας ανήκουν ο χαλκίδης ο τριδάκτυλος, συνολικού μήκους… … Dictionary of Greek
ψευδόπους — ο, Ν ζωολ. σαυροειδές ερπετό τής βόρειας Αφρικής και τής νοτιοανατολικής Ευρώπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. pseudopus (< ψευδ[ο] * + πους, ποδός). Η λ., στον πληθ. ψευδόποδες, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… … Dictionary of Greek